έρχεται κόλπος σε κάποιον μου έρχεται κόλπος

Meaning

βιώνω ξαφνικά τεράστια (μάλλον δυσάρεστη) έκπληξη

Polarity:

Style:

Emphasis:

Greek

Corpus Examples

Relations

Usages

Forms

Diagnostics