έχω στο χέρι κάποιον έχω στο χέρι κάτι έχω του χεριού μου κάποιον
Meaning
εξουσιάζω κάποιον, κρατώντας τον σε θέση υποτέλειας ή εξάρτησης
Polarity:
Style:
Emphasis:
Greek
Corpus Examples
Relations
έχω στο τσεπάκι μου κάποιον (Synonym)
βάζω στο χέρι κάποιον βάζω στο χέρι κάτι (Possessive)
🠸
Usages
Forms
Diagnostics