έχω στο χέρι κάποιον έχω στο χέρι κάτι έχω του χεριού μου κάποιον

Meaning

εξουσιάζω κάποιον, κρατώντας τον σε θέση υποτέλειας ή εξάρτησης

Polarity:

Style:

Emphasis:

Greek

Corpus Examples

Relations

Usages

Forms

Diagnostics